- μισθοφορώ
- μισθοφορῶ, -έω (Α) [μισθοφόρος]1. αμείβομαι για υπηρεσία που παρέχω, λαμβάνω μισθό, είμαι μισθοφόρος2. αποφέρω κέρδος, παρέχω εισόδημα («οἰκία μισθοφοροῡσα», Ισαί.)3. προσλαμβάνω κάποιον στην υπηρεσία μου με μισθό, μισθοδοτώ κάποιον4. (το παθ.) μισθοφοροῡμαι, -έομαιμισθώνομαι, ενοικιάζομαι5. φρ. α) «μισθοφορῶ τὰ τούτων» — παίρνω μισθό από το βαλάντιό τουςβ) «μισθοφορῶ παρά τινι» — υπηρετώ ως μισθοφόρος σε κάποιονγ) «μισθοφορῶ ἐν τοῑς ἀδυνάτοις» — υπηρετώ ως μισθοφόρος σαν να ήμουν φτωχόςδ) «μισθοφορῶ ἐν τῷ ξενικῷ κεναῑς χώραις» — παίρνω τον μισθό τού μισθοφόρου χωρίς όμως να αναπληρώνω τα κενά.
Dictionary of Greek. 2013.